- πεταμνυφάντειρα
- πεταμνῠφάντειρα, ἡ,A weaver of hangings (from Πέταμνον, cf. τέραμνον, etc.), AJA19.446 (Halae, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεταμνυφάντειρα — ἡ, Α υφάντρια παραπετασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πέταμνον (πρβλ. τέραμνον «θάλαμος, οικία») + ὑφάντης + επίθημα τειρα] … Dictionary of Greek